χ. γαῖα IG7.580
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χυδανός — ή, όν, Α χυτός, επισωρευμένος («χυδανὴ γαῑα» τύμβος, επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χύδην* + κατάλ. ανός (πρβλ. στεγ ανός)] … Dictionary of Greek
χυδανή — χυδανός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)